- βαγιοκλαδίζω
- -ισα, περιποιούμαι: Σήμερα βαγιοκλάδισα όλο τ’ αμπέλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.